μισοπαγωμένα, τά
Ερμηνεία:
[αυτά που έχουν εκτεθεί αρκετή ώρα στο ψύχος και έχουν ψυχθεί αρκετά, χωρίς να έχουν καταψυχθεί] [μετοχή παρακ. μ. φωνής του ρ. μισοπαγώνομαι]
Ετυμολογία:
[μισοπαγωμένος, -η, -ο (μισός + (Όμηρ.) πάγος (βράχος, πετρώδης λόφος) + κατάλ. –ωμένος]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
....καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια …[Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|